- κία
- κία· ἡ μέθη, Cyr., Zonar.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κία — (Α) μέθη … Dictionary of Greek
Цаконский язык — Цаконский диалект (греч. Τσακωνική διάλεκτος, Τσακωνικά) один из греческих диалектов, на котором говорят в нескольких деревнях на южном Пелопоннесе. Наряду с итало румейским цаконский диалект, происходящий от дорийского диалекта… … Википедия
Цаконский — язык (греч. Τσακωνική διάλεκτος, Τσακωνικά) один из греческих языков, на котором говорят в нескольких деревнях на южном Пелопоннесе. Наряду с итало румейским цаконский язык является одним из двух новогреческих языков, который происходит от… … Википедия
Цаконский диалект — Цаконский язык (греч. Τσακωνική διάλεκτος, Τσακωνικά) один из греческих языков, на котором говорят в нескольких деревнях на южном Пелопоннесе. Наряду с итало румейским цаконский язык является одним из двух новогреческих языков, который происходит … Википедия
ὡρακιάσας — ὡρᾱκιά̱σᾱς , ὡρακιάω faint pres part act fem acc pl (doric) ὡρᾱκιά̱σᾱς , ὡρακιάω faint pres part act fem gen sg (doric) ὡρᾱκιά̱σᾱς , ὡρακιάω faint aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρακία — ὡρᾱκίᾱ , ὡρακιάω faint imperf ind act 3rd sg ὡρᾱκίᾱ , ὡρακιάω faint pres imperat act 2nd sg ὡρᾱκίᾱ , ὡρακιάω faint imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίω — (Α) πορεύομαι, πηγαίνω («τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον», Ομ. Ιλ. β. «τῆς κινήσεως... ἡ... ἀρχὴ ἀπὸ τοῡ κίειν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. είναι ο θεματικός αόρ. (με σημ. παρατατικού) κί ε, από τον οποίο προήλθαν και οι πολύ σπάνιοι ενεστωτικοί… … Dictionary of Greek
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek
Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… … Dictionary of Greek
φιλονικία — φιλονῑκίᾱ , φιλονεικία fem nom/voc/acc dual φιλονῑκίᾱ , φιλονεικία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱ , φιλονικία love of victory fem nom/voc/acc dual φιλονικίᾱ , φιλονικία love of victory fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονικίας — φιλονῑκίᾱς , φιλονεικία fem acc pl φιλονῑκίᾱς , φιλονεικία fem gen sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱς , φιλονικία love of victory fem acc pl φιλονικίᾱς , φιλονικία love of victory fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)